Ο πασίγνωστος σε όλους Πάμπλο Πικάσο είχε δηλώσει κάποτε το εξής: “Η τέχνη ξεσκονίζει από την ψυχή μας την σκόνη της καθημερινότητας”. Πόσες φορές τυχαίνει να βρισκόμαστε ενώπιον ενός έργου τέχνης σε κάποιο μουσείο ή ενώπιον ενός κτιρίου και να θαυμάζουμε και στις δύο περιπτώσεις το μεγαλείο της δημιουργίας και μένουμε άφωνοι με αυτό; Ενδόμυχα, αυτόματα, ακούσια και παράλληλα επιτελείται ένα μεγάλο έργο για το άτομό μας ή τελοσπάντων λειτουργεί μέσα μας η ευχάριστη διαδικασία νηνεμίας της ψυχής μας. Και αυτό γιατί στην θέαση έργων τέχνης ή αντικειμένων που άφησαν ιστορία και χάραξαν ανεξίτηλα την ιστορία της τέχνης και και άρα την ιστορία του ανθρώπου και των θεσπέσιων επιτευγμάτων του, εμείς γαληνεύουμε και θεραπευόμαστε χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε συνειδητά. Αυτή είναι και η πρόθεση του συγγραφέα και Ιστορικού τέχνης Τομά Σλεσσέρ, ο οποίος με αφορμή την τέχνη ωθεί τον αναγνώστη να ξεχαστεί για λίγο από την καθημερινότητα και να εξαγνιστεί μέσω των έργων τα οποία και παραθέτει.
Η τέχνη ως μοναδικό μέσο θεραπείας και γαλήνης της ψυχής, μια κιβωτός ίασης
Η τέχνη μπορεί και οφείλει χάρη σε μας να μετατραπεί σε ένα χρηστικό μέσο, σε ένα θέρετρο και σε ένα καταφύγιο ψυχικής ανασυγκρότησης, αρκεί εμείς να την μετατρέψουμε σε τρόπο ζωής όπως ακριβώς συμβαίνει με το πρωινό που παίρνουμε για να ξεκινήσουμε την μέρα μας. Η τέχνη, όπως επισημαίνουν συνεχώς και με τεκμήρια οι συγγραφείς, δύναται να βοηθήσει τις κοινωνίες γενικότερα αλλά και τον καθένα και την καθεμία από εμάς στην ομαλή εξισορρόπηση της καθημερινότητάς μας, στην διαφυγή μας από σκοτούρες και λυπηρές σκέψεις, να μας ψυχαγωγήσει και να μας προσφέρει περισσότερες λύσεις στα αδιέξοδά μας και τους προβληματισμούς μας με πολλούς και ποικίλους τρόπους. Η ζωή μας είναι τόσο μπλεγμένη και εμείς τόσο πολυάσχολοι που θεωρούμε πως η τέχνη είναι μία πολυτέλεια για την οποία δεν έχουμε χρόνο να αναλώσουμε και κατά συνέπεια η επίσκεψή μας σε ένα μουσείο για παράδειγμα φαντάζει μία αποστολή δύσκολη και ένα εγχείρημα που θυμίζει αναρρίχηση σε βουνό.
Το βιβλίο του Τομά Σλεσσέρ αποτελεί μία μύηση του αναγνώστη, τόσο του γνώστη όσο και του μη ειδικού, στον σαγηνευτικό κόσμο της τέχνης που μπορεί και μας ταξιδεύει στον χρόνο αλλά και στα άδυτα της δημιουργίας καθώς και της καλλιτεχνικής μυσταγωγίας. Με αφορμή την περίπτωση της Μόνα, της μικρής πρωταγωνίστριας του βιβλίου, επισκεπτόμαστε νοερά και μαθαίνουμε για έργα που βρίσκονται στα Μουσεία του Λούβρου, του Ορσέ και του Πομπιντού. Η μικρή Μόνα επισκέπτεται κάθε εβδομάδα με την παππού της Ανρύ τα μουσεία αυτά έχοντας πει ψέματα στους γονείς της πως πηγαίνει στον παιδοψυχίατρο. Η μικρή Μόνα κινδυνεύει να χάσει το φως της και ο παππούς της θέλει να της θεραπεύσει την ψυχή μέσα από την τέχνη για αυτό και κάθε φορά η μικρή έρχεται αντιμέτωπη με μια νέα πρόκληση, τη μία φορά είναι έργο του Ραφαήλ, έπειτα του Γκόγια, του Πικάσο, του Μπασκιά και ούτω καθεξής. Ειδικά για ένα παιδί νεαρής ηλικίας, όπως η Μόνα, είναι μοναδικό να έρχεται σε επαφή με πλήθος έργων τόσο διαφορετικών μεταξύ τους. Διότι κάθε επίσκεψη είναι και ένα άλλο γεγονός, μια νέα δοκιμασία όχι μόνο για τα μάτια της αλλά κυρίως για την ψυχή της που τώρα σμιλεύεται όπως ο Δαβίδ του Μιχαήλ Άγγελου. Η Μόνα στέκεται ενεός μπροστά στις εξηγήσεις του παππού της, ο οποίος δεν σταματά να την τροφοδοτεί με πληροφορίες και να συζητάνε για τα έργα αυτά και για τις εντυπώσεις της.
Η τέχνη έχει αυτή την μοναδική λειτουργία να μας προκαλεί ρίγη συγκίνησης, να μας κινητοποιεί, να μας ανυψώνει το ηθικό και να χαλιναγωγεί τα πάθη μας. Από την αρχαία τέχνη μέχρι και την σημερινή επέλαση της τεχνολογίας ακόμα και στην τέχνη, ο άνθρωπος δεν έπαψε να ποιεί τέχνη όπως υπέγραφαν κάποτε οι αρχαίοι Έλληνες κεραμίστες για να προσδώσει στη ζωή ένα πνεύμα αισιοδοξίας, να εκφράσει την αντίδρασή του σε γεγονότα, να αναμετρηθεί με το ίδιο το θείο και να προσπαθήσει να το ερμηνεύσει, να το προσεγγίσει. Το βιβλίο παρέχει στον αναγνώστη τη δυνατότητα να δει τα έργα αυτά μέσα από το φωτογραφικό υλικό καθώς ιστορία τέχνης χωρίς εικόνα δεν νοείται. Ο Ανρύ σε αυτό το ταξίδι για την Μόνα είναι ένας μέντορας, ένας λάτρης της τέχνης ο οποίος της μεταδίδει αυτή την λατρεία και τον θαυμασμό μεταγγίζοντάς της όλο του τον έρωτα για τα σπουδαία έργα τέχνης. «Όντας φιλότεχνος με τον δικό του τρόπο, ο παππούς της Μόνα δεν αρκούνταν να απολαμβάνει έναν άψογα ζωγραφισμένο θρόνο σε έναν πίνακα του Ραφαήλ, ή τις άψογες γραμμές σε ένα σκίτσο του Ντεγκά. Το ζητούμενο ήταν για εκείνον έργα που να σε συνταράζουν, να σε αναστατώνουν, να μένουν ανεξίτηλα στη μνήμη σου. Συνήθιζε, μάλιστα να λέει: «Αν η τέχνη δεν προκαλεί μέσα σου έκρηξη, είναι απλώς αέρας». Για εκείνον, είτε γενικά ένα έργο τέχνης είτε έστω κάποια πτυχή του έπρεπε να μπορεί να ξυπνάει μέσα σου την αίσθηση της ζωής, της ύπαρξης».
Η Μόνα βρίσκει στον παππού της τον ιδανικό φίλο και συνοδοιπόρο στις αναζητήσεις της ψυχής της και δεν σταματά να του υποβάλλει ερωτήσεις αλλά και να κάνει εικασίες, να εκφράζει τα δικά της συμπεράσματα, τα οποία πολλές φορές εντυπωσιάζουν τον παππού της. Η Μόνα θα μπορούσε να είναι μια φέρελπις ιστορικός τέχνης, είναι αναμφίβολα μια μικρή εξερευνήτρια που διψά για μάθηση. Διότι μόνο μέσα από την επαφή με την τέχνη και τις επισκέψεις ξυπνάνε τα πιο όμορφα συναισθήματα και γεννιούνται οι νέοι φιλότεχνοι. Ο Τομά Σλεσσέρ γράφει ένα μυθιστόρημα με πολύ εύληπτο τρόπο που δεν απευθύνεται σε ειδικούς και μυημένους, ένα μυθιστόρημα που παίρνει από το χέρι κάθε άνθρωπο που επιθυμεί να ανακαλύψει τον χώρο της τέχνης και να μπει ουσιαστικά στην θέση της Μόνα για να ζήσει αυτή την ανεξάντλητη μαγεία. “Ένα έργο τέχνης βοηθά ώστε να επιστρέψουν μέσα μας τα χαμένα θραύσματα του χαρακτήρα μας” θα υπογραμμίσουν ο Alain de Botton και ο John Armstrong στο βιβλίο τους Η τέχνη ως θεραπεία, και έχουν απόλυτο δίκιο.
«Το σχέδιο του Ανρύ ήταν, μια φορά τη βδομάδα, να πηγαίνουν με τη Μόνα να βλέπουν ένα έργο τέχνης. Ένα μόνο κάθε φορά. Πρώτα να το βλέπουν απλώς, χωρίς να μιλάνε · να αφήνουν χρώματα και σχήματα να κατακλύζουν τις αισθήσεις και το μυαλό της μικρής. Θα ακολουθούσε χαλαρή συζήτηση μεταξύ τους, ώστε η οπτική εμπειρία και απόλαυση να συμπληρώνεται από κάποιες σκέψεις για το τι είναι αυτό που μας γοητεύει σε αυτά τα έργα, τι είναι αυτό που τα κάνει διάσημα»
