Δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά από την ανακάλυψη πολύτιμων βιβλίων που για κάποιο αόριστο ή ανεξήγητο λόγο δεν βρήκαν στο σωστό χρόνο την κατάλληλη θέση τους μέσα στο λογοτεχνικό στερέωμα ή δεν είχαν την πρέπουσα προβολή κατά την πρώτη κυκλοφορία τους – στη γλώσσα τους ή στη μετάφρασή τους – και άρα κάπου λησμονήθηκαν. Κάποια από αυτά μεταφράζονται για πρώτη φορά στα ελληνικά και αυτό είναι πολύ σημαντικό εκδοτικό γεγονός. Έρχεται όμως πάντα η στιγμή όπου κάποιος θα βρεθεί με την επίμονη σκαπάνη του – είναι κάποιοι αυτοί – να φέρει στην επιφάνεια βιβλία που ξεχωρίζουν και αξίζει να μνημονευτούν. Πάντα υπήρχε μέσα μου το μικρόβιο και η λαχτάρα να ξετρυπώνω μικρά λογοτεχνικά αριστουργήματα που παραμένουν διαχρονικά μέχρι σήμερα, βιβλία διαφορετικά μεταξύ τους ως προς την θεματική, βιβλία όμως που σαγηνεύουν και αιχμαλωτίζουν την ανάγνωση, βιβλία που αξίζει να κοσμούν κάθε βιβλιοθήκη, βιβλία ξεχωριστά και πολύτιμα σαν πετράδια που κάποιος βρίσκει στην έρημο.
Στα πρόθυρα ενός εμφύλιου σπαραγμού παλεύοντας για την ελευθερία και την επιβίωση
Η πολιορκία του Αλέξανδρου Κοτζιά, το οποίο πρωτοκυκλοφόρησε το 1953, αποτελεί βιβλίο σταθμό στα νεοελληνικά γράμματα για το σθένος και το θάρρος με το οποίο αναφέρεται στη δύσκολη περίοδο της Κατοχής και στον πρώτο και πρώιμο ελληνικό εμφύλιο πριν ξεκινήσει ο επίσημος με το τέλος του πολέμου το 1946. Ο Φρέντυ Γερμανός σε κριτική του για το βιβλίο γράφει τα παρακάτω εξής ενδιαφέροντα: «Η Πολιορκία του κ. Α. Κ. είναι ένα σκληρό και τίμιο βιβλίο. Είναι ταυτόχρονα μια συναρπαστική ιστορία κι ένα κήρυγμα αγωνίας. Πολύ δύσκολο να συνυπάρχουν αυτές οι δυο ιδιότητες σ’ ένα κείμενο – συνήθως η μια αναπτύσσεται σε βάρος της άλλης. Το ότι ο συγγραφέας βρήκε και μεταχειρίσθηκε τις σωστές δόσεις είναι ήδη μια μεγάλη επιτυχία. Αλλά ακόμη η Πολιορκία είναι η ζέουσα εμπειρία του θανάτου που μας άφησε η Κατοχή, μια σπουδή του αναπόφευκτου τέλους που γνώρισαν οι άνθρωποι σ’ όποια παράταξη κι αν ανήκαν». Τα όσα περιγράφει και καταθέτει ο Φρέντυ Γερμανός είναι αντιπροσωπευτικά μιας πραγματικά εκρηκτικής κατάστασης εν μέσω πολέμου ανάμεσα σε αντιστασιακούς και δωσίλογους, μια συγκυρία που άφησε πίσω της ανεπούλωτες πληγές.
Ο Μηνάς Παπαθανάσης είναι ο πρωταγωνιστής μέσω του οποίου ο Κοτζιάς επιχειρεί να αφηγηθεί και να ξετυλίξει το κουβάρι ενός πολέμου, όπου Έλληνες προδίδουν Έλληνες ενώ ο κατακτητής βρίσκεται μέσα στις πύλες της χώρας και αλωνίζει ανενόχλητος επιβάλλοντας την απόλυτη κυριαρχία του. Οι στιγμές είναι κρίσιμες, τα γεγονότα θλιβερά και η ελληνική κοινωνία βρίσκεται σε κατάσταση συναγερμού προσπαθώντας να επιβιώσει μέσα στην ανέχεια και την φτώχεια ενώ μεταξύ των Ελλήνων που αγωνίζονται για την ελευθερία και την ανεξαρτησία υπάρχει και μια μερίδα που κοιτάει πώς να εκμεταλλευτεί τις συγκυρίες. Ο Κοτζιάς με ωμότητα αλλά με αλήθεια καταθέτει τα όσα συμβαίνουν μέσα από ένα μυθιστόρημα ομολογουμένως δύσκολα προσβάσιμο για τον μέσο αναγνώστη αφού κυλάει πολύ αργά και με πολλές λεπτομέρειες να γεμίζουν τις σελίδες του. Είναι όμως ο καθρέφτης της περιόδου εκείνης, του σκοταδιού που έχει τυλίξει την χώρα και τα σύννεφα έχουν καθίσει για τα καλά πάνω από τον ελληνικό ουρανό.
«Από το πρωί ως το βράδυ σφυρίζανε οι σφαίρες πάνω από τους θερμοκέφαλους Αθηναίους, που δεν εννοούσαν να κλειστούνε στα σπίτια τους μέσα σε κείνο το χαλασμό, μήτε να χάσουνε καμιά από τις παλιές τους συνήθειες, κι έτσι στριφογυρνούσαν στους δρόμους, χαζεύανε στις πλατείες, ερίζανε, γελούσανε, συζητούσαν, κι όλοι μαζί προσμένανε κάτι, με τον πυρετό της απαντοχής να γυαλίζει στο βλέμμα τους παλαβά». Ο πυρετός του πολέμου έχει ανεβάσει για τα καλά το θερμόμετρο και η ζωή στην πόλη είναι Γολγοθάς για τους Αθηναίους που αντιστέκονται με κάθε τρόπο. Ο Μηνάς Παπαθανάσης παίρνει μέρος σε συνωμοσίες ενώ δολοφονίες πατριωτών είναι στο καθημερινό δελτίο και οι πύλες της κολάσεως έχουν ανοίξει για τα καλά σπέρνοντας καταστροφή και θάνατο στους αιματοβαμμένους δρόμους της πρωτεύουσας που δεν λέει να ησυχάσει. Είναι μια περίοδος όπου δεν διαφαίνεται καμία ελπίδα στον ορίζοντα και ο καθένας φαίνεται να προσπαθεί να επιβιώσει με κάθε τρόπο ακόμα και εις βάρος του διπλανού του ενώ οι Γερμανοί κατακτητές εκτελούν ακόμα και νέα παιδιά στο όνομα της δικής τους ιδεολογίας.
Το αίσθημα διχόνοιας καλά κρατεί και το μίσος επίσης, δεν είναι τυχαίο το παρακάτω απόσπασμα: «απερίσπαστοι επιδοθήκαμε να βγάλουμε τα δικά μας τα μάτια, ο ένας τ’ αλλουνού, με ρίγη ιερής συγκίνησης στην καρδιά · φυσικά, παντιέρα μας το ονειρώδες αύριο. Η εξόριστη Κυβέρνηση της ενότητας, που βρισκότανε στα πανιά για τη νόμιμη έδρα της, έβγαζε δρακόντειες προσταγές περί πειθαρχίας και απαγορεύσεως της αυτοδικίας, τάζοντας συνάμα τις πιο ανηλεείς τιμωρίες για όσους είχαν ξεστρατίσει από την πατριωτική ευθεία – ορισμοί άχρηστοι και ασαφείς, μια και παίρναν ερμηνείες τόσες, όσοι κι οι αυτόκλητοι ερμηνευτές». Είναι σαφές πως το κλίμα ήταν πολύ βαρύ και όλα αυτά δυστυχώς προμήνυαν το τι θα επακολουθούσε όταν ο κοινός εχθρός εξαφανιζόταν από το προσκήνιο, όπως και δυστυχώς έγινε στην πορεία.
Η ιστορία μάς διδάσκει και μας θυμίζει πώς να αποφεύγουμε τα λάθη του παρελθόντος, πολλές φορές όμως μας θυμίζει και το πόσο τρωτοί είμαστε, πόσο εύθραυστοι είμαστε, πόσο αδύναμοι είμαστε. Η Ιστορία είναι όμως και αμείλικτη και διορθωτική πολλές φορές, τοποθετεί τα πράγματα στη θέση τους και φέρνει στο προσκήνιο όλα εκείνα που κάποιος θα ήθελε να μείνουν εν κρυπτώ. Η ιστορία μέσα από τα διδάγματά της μας μαθαίνει πώς να αποφεύγουμε περίεργες ατραπούς, πώς να διδασκόμαστε από λανθασμένες ενέργειες από τις οποίες γινόμαστε σοφότεροι και πώς να αντιλαμβανόμαστε τι μπορούμε να πετύχουμε δίχως πολέμους και με περισσότερη ειρήνη και ομόνοια. Ο άνθρωπος πάντα θα παραμένει ικανός για το καλύτερο και το χειρότερο και η Ιστορία είναι η τρανή απόδειξη αυτού. Ο Αλέξανδρος Κοτζιάς με το μυθιστόρημα αυτό, όπως άλλωστε και με το σύνολο του έργου του, έμεινε στην ιστορία και διατήρησε αυτή την συλλογική μνήμη που τόσο πολύ έχουμε ανάγκη.
«Και με τις χειροβομβίδες στις χούφτες, μόλις έλεγες αμάν, Παναγιά μου, συχάσανε, αμόλα έξω στο χαράκωμα για να προκάνεις τα γιουρούσια των Βουλγάρων που χιμούσανε ακρίδα»
