Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, Πρόσκληση σε έναν αποκεφαλισμό, Εκδόσεις Μάγμα

Τολστόι, Γκόγκολ, Πούσκιν, Ντοστογιέφσκι, Τουργκένιεφ, Μπουλγκάκοφ και Ναμπόκοφ είναι μόνο ορισμένοι από αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ως καρδιά και πυρήνα της σπουδαίας και εξαιρετικά ανθρώπινης ρωσικής λογοτεχνίας, μιας λογοτεχνίας που αφουγκράζεται τον παλμό μιας κοινωνίας που παλεύει μέσα στην φτώχεια, τα δεινά και την αξιοπρέπεια. Πρόκειται μόνο για ορισμένα από τα ονόματα που έχουν σφραγίσει με τα γραπτά τους την ιστορία της ρωσικής λογοτεχνίας. Στα κείμενά τους, ο αναγνώστης ανακαλύπτει το μεγαλείο των Ρώσων συγγραφέων και αναδεικνύεται η ιδιαιτερότητα της σκέψης τους και της γραφής τους, στα έργα τους διαβλέπουμε την συναισθηματική φόρτιση, την ψυχανάλυση των χαρακτήρων ανθρώπων που ρέπουν προς την παρανομία και την ανηθικότητα. Ο Ναμπόκοφ, εκπρόσωπος και επίγονος αυτής της σπουδαίας σχολής, δηλώνει παρών με ένα ακόμα συγκλονιστικό μυθιστόρημα, γραμμένο σε μια εποχή τόσο ταραχώδη. Όλα αυτά τα ονόματα που μόλις αναφέρθηκαν μόνο τυχαία δεν είναι, πρόκειται για ισχυρές και εξέχουσες προσωπικότητες που έλαμψαν και άφησαν παρακαταθήκη, μοναδική κληρονομιά στις επερχόμενες γενιές.

Ένας άνθρωπος αντιμέτωπος με το τραγικό τέλος του και την μοίρα του 

Ο Ντοστογιέφσκι είχε πει κάποτε πως η ομορφιά θα μας σώσει και δράττομαι της ευκαιρίας για να διασκευάσω την ρήση του και να πω πως η ομορφιά των βιβλίων είναι πάντα ικανή να μας σώσει. Γιατί υπάρχουν βιβλία που έχουν γράψει τη δική τους ιστορία και αυτή η ιστορία αξίζει να αναδειχθεί. Ο Ναμπόκοφ είναι ένας από αυτούς τους συγγραφείς που μας συνεπαίρνουν, που μας απογειώνουν την ανάγνωση και τα βιβλία του μας καθηλώνουν. Ο ίδιος ο Ναμπόκοφ σχολιάζει με γλαφυρό τρόπο σχετικά με το λογοτεχνικό του έργο: “Ανέκαθεν αδιαφορούσα για τα κοινωνικά προβλήματα και απλώς χρησιμοποιούσα το υλικό που συνέβαινε να βρίσκεται κοντά μου, όπως ένας ευφράδης συνδαιτυμόνας σκιτσάρει με το μολύβι του μια γωνία του δρόμου στο τραπεζομάντιλο ή διευθετεί ένα ψίχουλο και δύο ελιές σε μια διαγραμματική θέση ανάμεσα στο μενού και στην αλατιέρα”. Το κυριότερο πρόβλημα του ήρωα είναι η ταυτότητά του, η θέση του στην κοινωνία και η έκφραση των θέλω του που εκτροχιάζονται σε καθημερινή βάση. Αυτή η απώλεια της προσωπικής του αξιοπρέπειας μέσα από την δραματικότητα των στιγμών που ζει τον οδηγεί σε πράξεις που δεν έχουν κανένα νόημα.

Ο συγγραφέας παίζει ανοιχτά το παιχνίδι της ρήξης, δηλαδή καθιστά τον ήρωα έρμαιο του ίδιου του εαυτού και δημιουργεί μία πραγματικότητα γεμάτη ερωτήματα, απορίες και αγωνίες. Ο ήρωας στην Πρόσκληση σε έναν αποκεφαλισμό είναι ένα υποκείμενο-υποχείριο των φόβων του, αυτής της αέναης αναζήτησης του χαμένου εγώ σε έναν λαβύρινθο ψυχολογικό που τον καταρρακώνει. Είναι κουρασμένος από τον χρόνο, βυθισμένος σε μία θλίψη, αδύναμος μπροστά στο κοινωνικό σύνολο και μπροστά στην μοίρα του ενώ βιώνει την κατρακύλα που δεν έχει τελειωμό καθώς οι βασανιστές του δεν έχουν κανένα απολύτως έλεος, μάλλον τον χλευάζουν παρά τον συμπονούν. Κάτω από αυτές τις συνθήκες δημιουργεί έναν παράλληλο κόσμο για να μπορέσει να ξεχάσει, να θεραπεύσει τις έγνοιες του και ως μέσο απαλλαγής από τις ολοένα και πιο οδυνηρές στιγμές που περνάει εφευρίσκει ένα δωμάτιο για να μπορεί να παρακολουθεί την ίδια του την ζωή, αλλά ασφαλής πλέον γιατί τίποτα δεν τον αγγίζει. Η επαφή του με την γυναίκα του ενόσω είναι φυλακισμένος είναι αυτό που θα του δώσει νέα ζωή, αλλά αυτό είναι μόνο μία παραίσθηση, ένα όνειρο θερινής νυκτός και εκείνος δεν το παραδέχεται διότι το θολό τοπίο παραμείνει ακέραιο.

Ο Ναμπόκοφ γράφει ένα πολύ ιδιαίτερο μυθιστόρημα σε μια εποχή – το βιβλίο δημοσιεύεται ανάμεσα στο 1935 και το 1936 – όπου η άνοδος του Στάλιν στη Ρωσία έχει εδραιωθεί, όπου ο Χίτλερ επελαύνει στο μέτωπο της Ευρώπης ως ο νέος Μεσσίας, όπου η καταστολή και η βία είναι σημεία των καιρών. Ο Ναμπόκοφ έχει γίνει θεατής πολλών ιστορικών και πολιτικών γεγονότων, συνωμοσιών, δολοπλοκιών, δολοφονιών και άλλων δραματικών εξελίξεων και προφανώς έχει αναμετρηθεί αναγνωστικά και μελετητικά με την περίφημη Δίκη του Κάφκα και τον κύριο Κ. Αυτή του η επιλογή στο όνομα δεν μπορεί να είναι τυχαία καθώς ο ήρωας του Κάφκα κινείται και αυτός στα όρια της ύπαρξής του και της ανυπαρξίας του. Ο Κιγκινάτος είναι ένα πρόσωπο τραγικό με την αρχαία έννοια του όρου, είναι ένα πρόσωπο που αναμένει το τραγικό του τέλος, δηλαδή τον αποκεφαλισμό του. Ο Ναμπόκοφ καταφέρνει να μας κάνει κοινωνούς της μοίρας του ήρωά του και να μοιραστεί μαζί μας το πεπρωμένο του που μοιάζει αναπόφευκτο, μοιάζει σαν ένα αυτοκίνητο που ήδη κατευθύνεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα προς το γκρεμό ονειροπαρμένος από μια πραγματικότητα που δεν έχει επιστροφή. 

Διακρίνεται μια ομοιότητα μεταξύ της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας και του έργου του Ναμπόκοφ καθώς διαβάζοντας το βιβλίο αναμένουμε αναμφίβολα και την έλευση της κορύφωσης, σαν ο χορός να ακούγεται από πίσω υπόκωφα ενώ η πλοκή συνεχίζει να διαδραματίζεται. Πρόκειται για έναν ήρωα καθαρά τσεχοφικό, παρμένο από μια άλλη εποχή που επανασυστήνεται στον σύγχρονο άνθρωπο, γιατί οι εποχές μπορεί να αλλάζουν αλλά μην ξεχνάμε πως οι άνθρωποι θα κάνουν πάντα τα ίδια λάθη. Η αφηγηματική ευφυΐα του Ναμπόκοφ και η λογοτεχνική του δεξιότητα αποκαλύπτονται με υπέροχο και μοναδικό τρόπο άλλη μία φορά ενώπιόν μας και τον κατατάσσουν αναμφίβολα ως έναν από τους κορυφαίους του είδους. Ο Ναμπόκοφ με βλέμμα στο παρελθόν και τις περασμένες εποχές έρχεται να ακουμπήσει τον θάνατο και την ανθρώπινη μοίρα, να δώσει λόγο στον ήρωά του λίγο πριν μας αφήσει και ο πέλεκυς πέσει βαρύς πάνω στο κεφάλι του. Αινιγματικός, μόνιμα ανήσυχος και δεξιοτέχνης του λόγου, ο Ναμπόκοφ μας χαρίζει ένα ακόμα παράθυρο στον στοχασμό γύρω από την ανθρώπινη φύση.

«Μα, όχι, αφήστε με να πεθαίνω κάθε πρωί… Και στο μεταξύ, αν ήξερα πόσος καιρός έχει μείνει, ίσως να έκανα καμιά… μικρή δουλίτσα… να κατέγραφα τις επαληθευμένες σκέψεις μου… Κάποιος κάποτε θα τις διάβαζε και όλα θα ήταν σαν το πρώτο πρωί σε μια άγνωστη χώρα. Δηλαδή, θέλω να πω ότι θα τον έκανα να χύσει δάκρυα ευτυχίας, θα έλιωνε στο κλάμα – και μετά ο κόσμος θα ήταν πιο καθαρός, πλυμένος, ξεκούραστος»