Όλη η ιστορία έχει την βαθιά αναζήτηση ενός εγώ μέσα στο εμείς. Γιατί ο Σίμον Τάννερ είναι ένας άνθρωπος ευαίσθητος, σκεπτόμενος, καλοπροαίρετος αλλά και επαναστατικός, αντιδραστικός, ειλικρινής που πληρώνει το τίμημα των λόγων του χωρίς να υπολογίζει το κόστος των πράξεών του. Παραμένει άνεργος για μεγάλο διάστημα αλλάζοντας διάφορες δουλειές και υπηρετώντας ανθρώπους διαφόρων ιδιοσυγκρασιών χωρίς ποτέ να βρίσκει αυτό που του ταιριάζει, που τον ικανοποιεί. Και κάθε φορά που αφήνει πίσω του το μέτωπο μίας εργασίας για αυτόν χαμένης έχει την σιγουριά πως το φταίξιμο δεν είναι δικό του. Παλεύει να στηριχτεί στα πόδια του, να μην λυγίσει και να συνεχίσει να αποζητά το συμφέρον του που δεν είναι άλλο από μία εργασία που να τιμά το πρόσωπό του και να μην γίνεται έρμαιο του κάθε εργοδότη. Αυτό μήπως θυμίζει κάτι από την σημερινή τροπή του εργασιακού status quo κυρίως στον ελληνικό χώρο? Και ο Σίμον Τάννερ δεν μεμψιμοιρεί ούτε και απογοητεύεται για αυτό το ατελείωτο αλισβερίσι, αποδέχεται την μοίρα του και την αντιμετωπίζει κατάματα.
Έτσι όπως ο Τεό Βαν Γκογκ συνέδραμε τον μεγαλοφυή Βίνσεντ έτσι και ο Κλάους, ο Κάσπαρ και η Χέντβιγκ ήταν το καταφύγιο όταν ο Σίμον τους είχε ανάγκη και ήθελε ένα σκαμνί για να ακουμπήσει τις ανησυχίες του. Εν είδει ημερολογίου περιδιαβαίνει με στοχαστική διάθεση σε όλα αυτά που τον προβληματίζουν και τα αδέλφια του είναι πάντα εκεί για να τον αφουγκραστούν, αυτό είναι το μεγαλείο της φιλίας μεταξύ των ανθρώπων, γιατί πρώτα είσαι φίλος και μετά αδελφός. Γράφει ο Βάλζερ χαρακτηριστικά: “Εξακολουθώ να ονειρεύομαι πολύ, αλλά τουλάχιστον πρέπει να παραδεχτείτε ότι ονειρεύομαι με ειλικρίνεια και με τη λαχτάρα να γίνω καλύτερος άνθρωπος από ό,τι είμαι τώρα”. Αυτή είναι η φιλοσοφία του Σίμον να αγγίξει τα όνειρά του και για να γίνει αυτό που έχει ιδανικό στο μυαλό του, ένας άξιος άνθρωπος.
