Ο εξώστης είναι η επιτομή και το απαύγασμα της ίδιας του της προσωπικότητας που προσπαθούσε να ισορροπήσει σε μία πραγματικότητα ξένη, αλλόκοτη και απειλητική. Αγαπημένες του ασχολίες ήταν πάντα η αλληλογραφία με φίλους, όπου άλλοι τον πλήγωσαν και άλλοι τον στήριξαν, η γραφή ποιημάτων – μάλιστα μικρός ακόμα κέρδισε σε διαγωνισμό στο σχολείο το 1941 – και βέβαια η συγγραφή εν γένει καθ’όλη τη διάρκεια του ταραγμένου όσο και δημιουργικού βίου του. Μοιάζει η ζωή του με αρχαία ελληνική τραγωδία που όσο φτάνει προς το τέλος της κορυφώνεται σε έναν χορό που έχει πίκρες, λίγες χαρές και πολύ πόνο. Αυτό το μυθιστόρημα γεννήθηκε μέσα από τα εσώψυχά του, την καρδιά του που νιώθουμε να σφίγγεται όταν διώχνεται και απομονώνεται μην θέλοντας τίποτα και κανέναν. Ο Καχτίτσης εμπεριέχεται και αυτοαναφέρεται με τα σημάδια του αόρατου και αφανούς ήρωά του που μονίμως αισθάνεται ένα χέρι εχθρικό να θέλει να τον αγγίξει για να του κάνει κακό. Ένα αδέσποτο σκυλί είναι ο πρωταγωνιστής σε μία θάλασσα μοναξιάς και περιθωριοποίησης γιατί οι καιροί, οι τότε και οι σημερινοί είναι σκληροί και απάνθρωποι.
Οι λέξεις κλειδιά και οι φράσεις που χρησιμοποιεί με τόνο απελπισμένο και τελεσίδικο αποκαλύπτουν τον δικό του κόσμο, αυτόν που γεύτηκε και έμελλε να ζήσει στον εμφύλιο πόλεμο όταν και κατηγορήθηκε για συμμετοχή σε αντιστασιακή δράση και αυτό γιατί διατηρούσε αλληλογραφία με ένα μέλος της ΕΠΟΝ. Κατόπιν τούτου βίωσε το θέατρο του πολιτικού παραλόγου και βρέθηκε σε έναν κυκλώνα σωματικής βίας προς το άτομό του που τον στιγμάτισε βαθιά σε όλη του την ζωή. Το γεγονός επίσης πως στο κείμενο σημειώνει συχνά πως ο θάνατος είναι ο μόνος δρόμος που μπορεί να τον ανακουφίσει γιατί πολύ απλά κανείς δεν θα ψάξει να τον βρει, αποδεικνύει έναν άνθρωπο βαθιά δυστυχισμένο και απογοητευμένο που μαραζώνει εκεί μακριά στα πέρατα της Αφρικής, μακριά από την πατρίδα του και μην έχοντας την λύση της επιστροφής γιατί δεν γνωρίζει τι θα αντιμετωπίσει.
