Αγωνία, δράση, εύστοχες περιγραφές χαρακτήρων, μυστηριώδεις φόνοι και αμφιλεγόμενες κινήσεις γεμάτες υποψία και αμφιβολία, όλα αυτά είναι συστατικά μίας επιτυχημένης συνταγής ενός δεξιοτέχνη του αστυνομικού λογοτεχνικού μυθιστορήματος, όπως είναι ο Μωρίς Αττιά. Ένα καλό αστυνομικό μυθιστόρημα είναι αυτό που πηγαίνει πέρα από την απλή ανακάλυψη του δολοφόνου και την εξιχνίαση του εγκλήματος. Είναι αυτό που διαθέτει λογοτεχνική ευστροφία, αφηγηματικό ειρμό, αυθεντική και όχι επιτηδευμένη αγωνία, αυτό που με λίγα λόγια συνδυάζει αστυνομικό δαιμόνιο και χτίσιμο ευφάνταστων χαρακτήρων. Είναι πολλές φορές εμποτισμένο με κοινωνικές, ιστορικές, πολιτικές ή άλλες εκφάνσεις που αφορούν σε γεγονότα πραγματικά ή κοντά στην πραγματικότητα έτσι που να αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη με μια αύρα μυστηρίου. Η τέχνη του αστυνομικού μυθιστορήματος ίσως να είναι και η πιο δύσκολη ως προς την σύλληψη των χαρακτήρων, την συνοχή και την εξιστόρηση με τέτοιο τρόπο που ο αναγνώστης να νιώθει πως το αστυνομικό που κρατά στα χέρια του δεν αντιγράφει μανιέρα αλλά διατηρεί την δική του προσωπική χροιά και ύφος.
Στις στοές ενός βρώμικου κόσμου που εκδικείται δίχως αύριο και σπέρνει τον θάνατο
Στα άδυτα του βρώμικου κόσμου, για να θυμηθούμε και τον αξεπέραστο Τσαρλς Μπουκόφσκι, ο Αττιά διεισδύει για να μας περιγράψει και να καταγράψει όλα αυτά που συμβαίνουν πίσω από τις κουρτίνες, πίσω από την σκηνή, εκεί στα παρασκήνια όπου σχεδιάζονται ύπουλα και υπόγεια χτυπήματα. Δυστυχώς, όμως αυτά τα χτυπήματα, όπως και σε αυτήν την περίπτωση, είναι ένα άκρατο αιματοκύλισμα που παίρνει στο διάβα του και ανθρώπους που δεν φταίνε σε κάτι. Η άγρια δολοφονία στο μπαρ στη Μπελ ντε Μαι της Μασσαλίας είναι αποτέλεσμα ξεκαθαρίσματος λογαριασμών μεταξύ αδίστακτων κακοποιών που δεν λογαριάζουν τίποτα και κανέναν αλλά οι εκδικητικές τους διαθέσεις έχουν όλα τα χρώματα για να κάνουμε νύξη και στον τίτλο του βιβλίου. Ο Αττιά μας μαθαίνει την ιστορία εκείνης της τόσο τεταμένης σε πολιτικά γεγονότα περιόδου ξεκινώντας από τον θάνατο του Τίτο και την αρχή του τέλους της πάλαι ποτέ κραταιάς ενωμένης Γιουγκοσλαβίας, περνώντας στην ανάδειξη του Μιτεράν ως προέδρου της Γαλλίας μετά από δύο αποτυχημένες απόπειρες ενώ δεν χάνει την ευκαιρία να μας μιλήσει και για την κατάσταση στο Αφγανιστάν και την εισβολή των Ρώσων.
Πρόκειται αδιαμφισβήτητα για ένα πολυπεπίπεδο μυθιστόρημα αντάξιο των προηγούμενων του Attia που αποκαλύπτει τον βρώμικο κόσμο των πολιτικών παιχνιδιών που πολλές φορές είναι άκρως επικίνδυνα. Τα κείμενα του Αττιά έχουν αυτήν την ευαισθησία που χτυπάει κατευθείαν στο μεδούλι και στο πετσί του αναγνώστη σαν κάτι πολύ οικείο και γνώριμο διότι δεν κρύβει την αλήθεια αλλά την αναδεικνύει. Διακρίνονται όμως και για την σκληρότητά τους που είναι έκδηλη σε κάθε πτυχή της περιγραφής και σε κάθε σημείο των λέξεων που χρησιμοποιεί, οι λέξεις ζωντανεύουν το κείμενο και μετατρέπονται σε εικόνες η αμεσότητα των οποίων είναι αποκαλυπτική. Ο Αττιά τοποθετεί τους πρωταγωνιστές του σε υπόγεια ρεύματα, βυθισμένους σε πλοκάμια υποκόσμου από τα οποία δύσκολα θα απεμπλακούν γιατί όπως ακριβώς συμβαίνει και στον κόσμο της μαφίας δεν τίθεται θέμα επιστροφής στο σωστό μονοπάτι όταν ο δρόμος έχει από την αρχή λάθος σχεδιασμό και λάθος κατεύθυνση. Το κυνηγητό για έννομη τάξη και καθωσπρεπισμό δεν βρίσκουν πρόσφορο έδαφος γιατί τα χρόνια του πολέμου δεν άφηναν περιθώρια για συμβιβασμούς, όταν η φτώχεια χτυπάει την πόρτα τότε κάνεις τα πάντα για να επιβιώσεις, αυτό κάνει και ο πρωταγωνιστής του. Μπορεί πάντως τα κείμενα του να μην έχουν τον υποβόσκοντα στοχασμό ενός Καμύ και την υποδόρια φιλοσοφική βαθύτητα ενός Κάφκα, διαθέτουν όμως μίαν αλήθεια μη διαπραγματεύσιμη.
Ο περίφημος Πάκο Μαρτίνεθ δεν είναι πια αστυνομικός αλλά δημοσιογράφος, πιστός όμως στις αρχές και τις αξίες του υπηρετεί έναν ρόλο εξερευνητή της αλήθειας και για αυτόν τον λόγο βρίσκεται στο προσκήνιο αυτής της νέας πραγματικότητας όπου τίποτα δεν μπορεί να μείνει υπό σκιά και όλα αποκαλύπτονται. Η δολοφονία στο μπαρ και η διαλεύκανση της είναι το νέο προσωπικό του στοίχημα ενώ ο αδελφικός του φίλος θα γίνει βορά των μυστικών υπηρεσιών της Κα Γκε Μπε, θα φυλακιστεί και θα βρει τραγικό θάνατο στα χέρια κάποιου εκτελεστή, ο οποίος είχε λάβει εντολή να τον ξεκάνει. Περιγράφει τις συνθήκες του θανάτου του και η περιγραφή είναι χαρακτηριστική της ωμότητας της δολοφονίας: «Το κεφάλι του έγειρε στη γραφομηχανή του και, πάνω στη λευκή σελίδα που μόλις είχε περάσει, έγραψε με κόκκινο αίμα τον θάνατό του. Ο δολοφόνος περιέλουσε με βενζίνη το χειρόγραφό του, όπως και τα ράφια, που ήταν φορτωμένα με βιβλία και διάφορα μπιμπελό, παπιέ-μασέ αναμνηστικά από την Κούβα. Άναψε ένα σπίρτο με τον πατροπαράδοτο τρόπο. Βεβαιώθηκε ότι φωτιά αναπτυσσόταν γρήγορα και σταθερά».
Ο Αττιά λοιπόν χτίζει μια ιστορία με αστυνομική πλοκή και ένα δίχτυ που μέσα του πιάνονται πλείστα αληθοφανή συμβάντα, εξιστορεί τα παγκόσμια γεγονότα ενώ παράλληλα ο πρωταγωνιστής του Πάκο Μαρτίνεθ ερωτεύεται, συγκινείται, αγανακτεί, απογοητεύεται και ανακτά το ηθικό του για να φέρει στο φως όλα όσα συμβαίνουν στην πολύκροτη υπόθεση της δολοφονίας στη Μασσαλία. Αναδύεται μια νέα εγκληματικότητα και ένας νέος κύκλος αίματος σε μια περιοχή όπου θα μαζευτούν διάφορες εθνοτικές ομάδες και εκεί θα επιχειρήσουν να λύσουν τα θέματά τους μέσα από διαδικασίες που κανείς δεν γνωρίζει. Ο Αττιά μας μεταφέρει στο θέατρο αυτό και μέσα από τον Πάκο Μαρτίνεθ δίνει απαντήσεις στις ερωτήσεις ή προκαλεί και άλλες, σε κάθε περίπτωση ο συγγραφέας έχει το ραβδί που με κινηματογραφικούς όρους μετατρέπει το σύγγραμμά του σε ένα πυρετώδες μέτωπο δράσης που κόβει την ανάσα.
«Σε αυτή τη χώρα όπου οι εθνοτικές ομάδες συνασπίζονται ή συγκρούονται, όπου κάθε κοιλάδα στεγάζει μια φυλή, μια συμμορία είναι έτοιμη να κάνει τα πάντα για να υπερασπιστεί το κομμάτι γης της και τα χωράφια με τις παπαρούνες. Οι φίλοι των εχθρών μου είναι εχθροί μου, οι εχθροί των εχθρών μου είναι φίλοι μου, αλλά μερικές φορές είναι κι αυτοί εχθροί μου»
