William Faulkner, Φως τον Αύγουστο, Εκδόσεις Gutenberg

Ο Ουίλλιαμ Φώκνερ -σε μία συνέντευξη που έδωσε το 1956 στη Τζιν Στάιν αναφέρει χαρακτηριστικά για το ρόλο που πρέπει να διαδραματίζει ο εκάστοτε δημιουργός: “Ο καλλιτέχνης δεν έχει σημασία. Μόνο αυτό που δημιουργεί έχει σημασία, εφόσον δεν υπάρχει τίποτα καινούργιο για να ειπωθεί. Ο Σέξπιρ, ο Μπαλζάκ, ο Όμηρος, όλοι τους έγραψαν για τα ίδια πράγματα, κι αν είχαν ζήσει χίλια ή δύο χιλιάδες χρόνια ακόμα, οι εκδότες δεν θα είχαν ανάγκη κανέναν άλλο έκτοτε”. Ο Ουίλλιαμ Φώκνερ, βραβευμένος με Νόμπελ το 1949, υπήρξε, μαζί με τον Στάινμπεκ και τον Χέμινγουεϊ,  ακρογωνιαίος λίθος της σύγχρονης αμερικανικής μυθοπλασίας με έναν λόγο βαθιά πολιτικό και στοχευμένο στην ανάδειξη των κοινωνικών ανισοτήτων, όπως είναι για παράδειγμα οι φυλετικές διακρίσεις, ένα πρόβλημα οικουμενικό και με διαστάσεις σε παγκόσμια κλίμακα ειδικά την εποχή εκείνη.

Σε μια πατρίδα εμποτισμένη από το μίσος η έγχρωμη κοινότητα βαδίζει απαξιωμένη

Ο Φώκνερ αφηγείται τις ιστορίες του με τη δική του προσωπική τεχνική, την λεγόμενη τεχνική της πολλαπλής εστίασης, και εγκαινιάζει ένα νέο τρόπο αφήγησης όπου η ποιητικότητα στο μυθιστόρημα είναι εμφανής. Δεν παίρνει θέση ως προς την εξέλιξη των συμβάντων αλλά τα καταγράφει με πλήρη συνείδηση και παράλληλα η δική του θέση είναι η στράτευση στη δουλειά της αφήγησης. Σκληρός, αιχμηρός και ωμός στις περιγραφές του, αφήνει το λογοτεχνικό στίγμα του όταν καταγράφει, με υψηλό το αίσθημα της κοινωνικής ευαισθησίας, γεγονότα και πρόσωπα. Στο Φως τον Αύγουστο παρουσιάζει για άλλη μια φορά τα ρατσιστικά κατάλοιπα ενός εμφυλίου πολέμου που μοιάζει να μην έχει τελειώσει. Είναι ένα βαθύ τραύμα, μια ανεπούλωτη πληγή που δεν λέει να κλείσει και οι έγχρωμοι πρωταγωνιστές του το επιβεβαιώνουν μέσα από την αφήγηση. Η λέξη νέγρος είναι μια καθημερινή και σχεδόν φυσιολογική προσφώνηση για έναν έγχρωμο άνθρωπο, ο οποίος παλεύει να βρει το δίκιο του σε μια άδικη κοινωνία.

Ορκισμένο μίσος, αχόρταγη μανία για εκδίκηση, δίψα για αντίποινα και άκρατος ρεβανσισμός, αυτά είναι μερικά από τα συστατικά πάνω στα οποία έχτισε την υπόθεση του μυθιστορήματος αυτού ο Φώκνερ με έναν λόγο καταπέλτη που τσακίζει κόκκαλα και ξυπνάει συνειδήσεις. Στο μυθιστόρημα αυτό γραμμένο το 1932, χρόνια πριν την απονομή του βραβείου Νόμπελ το 1949, ο συγγραφέας, με βουή και με μανία καταπιάνεται με ένα θέμα κόλαφο για τη σύγχρονη ιστορία της Αμερικής, αυτό της φυλετικής διάκρισης που μάστιζε και συνεχίζει να μαστίζει τις κοινωνίες όλων των Πολιτειών σαν ένας ανεμοστρόβιλος που παίρνει στο διάβα του κάθε έννοια ανθρωπιάς και αξιοπρέπειας. Τοποθετημένο στη σημερινή εποχή του συγγραφέα, την περίοδο του Μεσοπολέμου, το μυθιστόρημα επικεντρώνεται σε δύο ξένους, μια έγκυο λευκή γυναίκα και έναν άνδρα που παρουσιάζεται ως λευκός αλλά πιστεύει ότι είναι μικτής εθνικότητας. Σε μια σειρά από αναδρομές στο παρελθόν, η ιστορία αποκαλύπτει πώς αυτοί οι δύο άνθρωποι συνδέονται με έναν άλλο άνδρα που έχει επηρεάσει βαθιά τις ζωές και των δύο.

Σε ένα χαλαρό, αδόμητο μοντερνιστικό αφηγηματικό στυλ που αντλεί έμπνευση από τη χριστιανική αλληγορία και την προφορική αφήγηση, ο Φόκνερ εξερευνά θέματα φυλής, φύλου, τάξης και θρησκείας στον αμερικανικό Νότο. Εστιάζοντας σε χαρακτήρες που είναι ακατάλληλοι, απόκληροι ή με άλλο τρόπο περιθωριοποιημένοι στην κοινότητά τους, απεικονίζει τη σύγκρουση αποξενωμένων ατόμων εναντίον μιας πουριτανικής, προκατειλημμένης αγροτικής κοινωνίας. Η αρχική υποδοχή του μυθιστορήματος ήταν ανάμεικτη, με ορισμένους κριτικούς να ασκούν κριτική στο ύφος και το θέμα του Φόκνερ. Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου, το μυθιστόρημα έχει θεωρηθεί ένα από τα σημαντικότερα λογοτεχνικά έργα του Φόκνερ και ένα από τα καλύτερα αγγλόφωνα μυθιστορήματα του 20ού αιώνα. Οι περιγραφές είναι σκληρές και χαρακτηριστικές μιας Αμερικής που ρέπει προς την βιαιότητα και το ενδελεχές μίσος, προς έναν ακήρυχτο νέο πόλεμο που δεν βρίσκει γιατρειά: «Ο παππούς σου και ο αδελφός σου κείτονται εκεί, δολοφονημένοι όχι από έναν και μόνο λευκό αλλά από την κατάρα που έριξε ο Θεός σε μια ολόκληρη φυλή πριν ο παππούς ή ο αδελφός σου ή εγώ ή εσύ υπάρξουμε έστω σαν σκέψη. Μια φυλή καταραμένη, καταδικασμένη να είναι στον αιώνα τον άπαντα μέρος της κατάρας και της καταδίκης της λευκής φυλής για τα αμαρτήματά της. Μην το ξεχάσεις ποτέ. Την κατάρα και την καταδίκη του».

Ο Φώκνερ, με κοινωνικές ευαισθησίες και με επικέντρωση σε προβλήματα οικουμενικά που απλώνονται ανά τον κόσμο, περιγράφει με γλαφυρό τρόπο και με ωμότητα αυτά που τα επόμενα χρόνια θα γίνουν πρωτοσέλιδα και θα κατακλύσουν την πολιτική και κοινωνική καθημερινότητα. Ξυλοδαρμοί, διασυρμοί, βιαιότητα και σχόλια ρατσιστικής φύσης και απομόνωση από κάθε λευκή δραστηριότητα είναι μερικά από τα σημάδια μίας αμερικανικής, αλλά και όχι μόνο, κοινωνίας που δεν έχει χώρο για το διαφορετικό και το αλλότριο. Είναι αυτή που θα δολοφονήσει τα παιδιά της όπως τον Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ και τον πρόεδρο Τζον Κένεντι, ανθρώπους και προσωπικότητες που προσπάθησαν να αλλάξουν τα κακώς κείμενα και να δαμάσουν τις βιαιοπραγίες που λαμβάνουν χώρα από τον καιρό που ο Αβραάμ Λίνκολν αγωνιζόταν να εξασφαλίσει ψήφο στους έγχρωμους συμπατριώτες του βρίσκοντας πολλαπλές αντιδράσεις που τελικά του κόστισαν την ίδια του την ζωή. Γιατί πόσο ισχυρή μπορεί να είναι η εγγεγραμμένη και από χρόνια έμφυτη αντιπάθεια προς τον αλλόθρησκο ή αλλόφυλο σε μία ήπειρο που βρέθηκαν να κληθούν να συμβιώσουν λευκοί και μαύροι; Τόσες εγκληματικές ενέργειες και τόσο αίμα χυμένο σε μία πατρίδα που δεν είχε και δεν έχει χαρακτηριστικά ομοιογένειας δεν είναι αρκετά για να επιφέρουν άνεμο ειρήνης και κοινής συμπόρευσης;

«Σκέφτηκα όλα τα παιδιά που έρχονται στον κόσμο εις τον αιώνα τον άπαντα, λευκά, με τη μαύρη σκιά να τα σκεπάζει πριν καλά καλά πάρουν την πρώτη τους ανάσα. Και μου φάνηκε πως η μαύρη σκιά είχε σχήμα σταυρού. Κι έμοιαζε λες και τα λευκά μωρά αγωνίζονταν, πριν καν πάρουν την πρώτη τους ανάσα, να ξεφύγουν από τη σκιά που δεν έπεφτε μόνο πάνω τους αλλά ήταν κι αποκάτω τους, απλωμένη όπως ήταν τα χεράκια τους απλωμένα, σαν να ‘ταν καρφωμένα πάνω στο σταυρό»