Βραβευμένο με Booker το 1983, το μυθιστόρημα αυτό του Κούτσι είναι μια γροθιά στο στομάχι του εσωτερικού πολέμου που πνίγει την Νότια Αφρική. Πρόκειται για μια πολύ δύσκολη περίοδο κατά την οποία λευκοί και μαύροι βιώνουν έναν αλληλοσπαραγμό και οι συνέπειες για την συμβίωση είναι ολέθριες ενώ οι προβλέψεις για ειρήνη δυσοίωνες. Ο Μάικλ Κ είναι ένα πρόσωπο που καθρεφτίζει το δράμα μιας χώρας παρασυρμένης στο χάος που επικρατεί. Ο Κούτσι, που βίωσε όλες αυτές τις καταστάσεις εκ του σύνεγγυς, δεν μασάει τα λόγια του και ο λόγος του είναι αιχμηρός και σαρκαστικός. Με όπλο τον πρωταγωνιστή του, μας οδηγεί στα μονοπάτια της μισαλλοδοξίας και του ρατσισμού που μαστιγώνει την κοινωνία και οδηγεί σε απρόσμενες και απροσδόκητες εξελίξεις. Το ράπισμα στον απλό σύγχρονο άνθρωπο – τον Μάικλ Κ σε αυτήν την περίπτωση – που δεν φταίει σε κάτι αλλά βιώνει στο πετσί του τις συνέπειες ενός ολέθριου πολέμου είναι το σημείο αναφοράς σε αυτό το εξαιρετικά επίκαιρο μυθιστόρημα.
Ιχνηλατώντας τη ζωή ενός ήσυχου ανθρώπου, θύματος και εκείνου ενός φρικτού πολέμου
Με οδηγό την ιστορία της Νότιας Αφρικής, ο Νομπελίστας Τζον Μάξγουελ Κούτσι σε μια περίοδο ιδιαίτερα τεταμένη καθώς η Νότια Αφρική βρίσκεται σε ιστορικό μεταίχμιο καταθέτει για μια ακόμα φορά τα διαπιστευτήριά του και τον ρόλο του ως στρατευμένος συγγραφέας που δεν φοβάται να πάρει θέση και να πει τα πράγματα με το όνομά τους δίχως φόβο αλλά με πάθος. Τα σημάδια της σύγκρουσης μεταξύ λευκών και μαύρων, απόρροια της πολιτικής του απαρτχάιντ δεν σταματάνε από τη μία μέρα στην άλλη και η ιστορία του Μάικλ Κ. που περιπλανιέται ανά την χώρα είναι το απόλυτο παράδειγμα σε μια χώρα που μαστίζεται από ρατσισμό και άκρατη βία, μια βία που εκδηλώνεται σε όλες τις εκφάνσεις της και δίχως να κρύβεται. Ο Κούτσι διεισδύει με τον αριστοτεχνικό τρόπο που έχει στην αφήγηση και έχουμε την τύχη να έχουμε στα χέρια μας ένα μυθιστόρημα βραβευμένο, το οποίο επιβεβαιώσει πόσο σημαντικός είναι για τα γράμματα ο Κούτσι και πόσο δίκαια βραβεύτηκε με Booker το συγκεκριμένο βιβλίο το 1983.
Η απώλεια της μητέρας του ήταν το πρώτο ισχυρό πλήγμα στη ζωή του Μάικλ Κ, ο οποίος οδηγείται σε στρατόπεδο κοινωνικής υπηρεσίας όπου οφείλει να εργάζεται για να μπορεί να κοιμάται και να σιτίζεται αξιοπρεπώς. Είναι ένα ασφαλές καταφύγιο όταν έξω συμβαίνουν σημεία και τέρατα, σε μια χώρα όπου όλα αποσυντίθενται και η κοινωνική κρίση είναι στο ζενίθ. Είναι πολύ αθώος και αγνός για να καταλάβει τι τον περιμένει αν τυχόν εγκαταλείψει αυτή την κάποια θαλπωρή που του προσφέρεται στο στρατόπεδο αυτό και όλοι οι άνθρωποι εκεί αυτό του διαμηνύουν. Ο ίδιος ωστόσο, νιώθει αιχμάλωτος, εκείνος που πάντα είχε την πρωτοβουλία των κινήσεων και κανείς ποτέ δεν του είχε περιορίσει τις ελευθερίες. Εν τούτοις, τα πράγματα έχουν αλλάξει άρδην και όλα δείχνουν πως η πολιτική κατάσταση μάλλον θα χειροτερέψει παρά θα δείχνει σημάδια βελτίωσης. Συνάντησε ωστόσο ανθρώπους συμπονετικούς που του στάθηκαν και τον συμβούλεψαν, ένας από εκείνους του αναφέρει χαρακτηριστικά τα εξής: «Μάικλ, σου μιλάω σαν άνθρωπος προς άνθρωπο. Γίνεται πόλεμος, σκοτώνεται κόσμος. Εγώ δεν έχω τίποτε να χωρίσω με κανέναν. Έχω συμφιλιωθεί. Καταλαβαίνεις; Έχω συμφιλιωθεί με όλους. Εδώ στο αγρόκτημα δεν γίνεται πόλεμος. Εσύ κι εγώ μπορούμε να ζήσουμε ήσυχα εδώ, μέχρι να επικρατήσει ειρήνη παντού. Δεν θα μας ενοχλήσει κανείς. Μια μέρα θα έρθει η ειρήνη».
Ο Μάικλ παλεύει να ζήσει τη ζωή του με τους δικούς του όρους, μα αυτό σε μια χώρα που πυρπολείται από μίσος είναι σχεδόν αδύνατο. Ο όρος «απαρτχάιντ» που στα αφρικάανς – τη γλώσσα των Ολλανδών αποικιοκρατών Μπόερς – σημαίνει «διαχωρισμός», χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά στις εκλογές του 1948 στην Νότια Αφρική από το εθνικό κόμμα των Αφρικάνερς, απογόνων των Μπόερς. Ο όρος σηματοδότησε την απαρχή της επίσημης εφαρμογής των φυλετικών διακρίσεων στη χώρα και των πάσης φύσεως διαχωρισμών ανάμεσα στους λευκούς και έγχρωμους κατοίκους της. Οι διακρίσεις πολλών αιώνων είχαν πλέον μετατραπεί σε επίσημη, νόμιμη πολιτική του κράτους και ένας έγχρωμος πολίτης μπορούσε να εκδιωχθεί ποινικά και να φυλακιστεί αν για παράδειγμα έτυχε να βρίσκεται σε γειτονιά λευκών. Ο πλούτος της χώρας συγκεντρώθηκε αποκλειστικά στα χέρια μιας μικρής μειοψηφίας λευκών ενώ την ίδια στιγμή οι έγχρωμοι κυνηγήθηκαν, λοιδορήθηκαν και τελικά περιθωριοποιήθηκαν ακόμα περισσότερο.
Όπως και στις ΗΠΑ, έτσι και εδώ, η βία είναι τυφλή και δεν διαλέγει τα θύματά της, πυρπολούνται σπίτια και αυτοκίνητα, άνθρωποι καίγονται σαν να ήταν μεσαίωνας και Ιερά εξέταση, ένα σκηνικό πραγματικού πολέμου εκτυλίσσεται καθημερινά στους δρόμους και όλα είναι επικίνδυνα. «Ένα τεράστιο, όμορφο πορτοκαλί άνθος ξεδιπλωνόταν με φόντο τον σκοτεινό ουρανό. Ακούγονταν έκπληκτα επιφωνήματα και σφυρίγματα. «Τι στοίχημα βάζετε ότι καίγεται το αστυνομικό τμήμα!» φώναξε κάποιος. Για μία ώρα στέκονταν και παρακολουθούσαν, όσο η φωτιά ανάβλυζε σαν σιντριβάνι που έκαιγε και καιγόταν. Κάποιες στιγμές ήταν σίγουροι ότι έφταναν στ’ αφτιά τους φωνές, κραυγές και ο βρυχηθμός τα φωτιάς, αφότου είχε διασχίσει αρκετά χιλιόμετρα έρημου βελντ».
Το απαρτχάιντ ήρθε να επιβληθεί λίγα μόνο χρόνια μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τη φρίκη του Ολοκαυτώματος και άφησε ανεξίτηλες τις πληγές στη νοτιαφρικανική κοινωνία. Αυτή τη βία του άπαρτχαιντ θα πραγματευτεί ο Κούτσι στα βιβλία του με τρόπο καυστικό και δίχως ωραιοποιήσεις. Οι ήρωές του έχουν κάτι το τραγικό, όμως οι ιστορίες τους δε δίνονται με μελοδραματισμό. Ο Κούτσι, μεταξύ άλλων, εστιάζει στο προσωπικό δράμα των απλών ανθρώπων, όπως ο Μάικλ Κ και δίνει αξία στον αγώνα τους για μια ζωή αξιοπρεπή μακριά από βιαιοπραγίες και ακρότητες. Ουσιαστικά, μέσα από τη ζωή αυτών των σχεδόν απόκληρων και «μικρών», μας μιλάει για το μεγάλο, το γενικό, το συνολικό τραύμα που βιώνει ολόκληρο το έθνος και η κοινωνία· αυτό που σκιαγραφεί την εποχή του συγγραφέα αλλά και που ταυτόχρονα έχει άμεση σχέση με όλους μας γιατί οι εποχές μπορεί να αλλάζουν, οι άνθρωποι όμως όχι.
«Ο Κ δεν δυσκολεύτηκε ιδιαίτερα να μαζέψει τα ελάχιστα υπάρχοντά του, ωστόσο άλλοι άνθρωποι από τις παράγκες, που είχαν μπαούλα ή βαλίτσες, περιφέρονταν σκυθρωποί ανάμεσα στα χαλάσματα και έψαχναν τα πράγματά τους. Ξέσπασε καβγάς για μια απλή πλαστική χτένα. Ο Κ απομακρύνθηκε»
